αζημίωτος

αζημίωτος
αζημίωτος, -η, -ο και αζήμιωτος, -η, -ο
αυτός που δεν έπαθε ζημιά, άβλαβος: Από την υπόθεση εκείνη δε βγήκε βέβαια αζημίωτος· φρ. «με το αζημίωτο», χωρίς ζημιά, με κέρδος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀζημίωτος — immune from penalties masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζημίωτος — η, ο (Α ἀζημίωτος, ον) αυτός που δεν έχει ζημιωθεί, που δεν έχει υποστεί βλάβη ή ποινή, ο αβλαβής νεοελλ. 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά, βλάβη 2. φρ. «με το αζημίωτο», με αμοιβή, με κάποιο αντάλλαγμα …   Dictionary of Greek

  • ἀζημίωτον — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem acc sg ἀζημίωτος immune from penalties neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζημιώτου — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζημίωτοι — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίκητος — η, ο (Μ ἀδίκητος, ον) [ἀδικῶ] αυτός που δεν τόν αδίκησαν, ο αζημίωτος, ο άβλαβος …   Dictionary of Greek

  • αθώητος — ἀθώητος, ον (Α) αζημίωτος. Η λ. μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωάω ή θωέω (= βάζω πρόστιμο, τιμωρώ] …   Dictionary of Greek

  • ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”