ἀζημίωτος — immune from penalties masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζημίωτος — η, ο (Α ἀζημίωτος, ον) αυτός που δεν έχει ζημιωθεί, που δεν έχει υποστεί βλάβη ή ποινή, ο αβλαβής νεοελλ. 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά, βλάβη 2. φρ. «με το αζημίωτο», με αμοιβή, με κάποιο αντάλλαγμα … Dictionary of Greek
ἀζημίωτον — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem acc sg ἀζημίωτος immune from penalties neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημιώτου — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημίωτοι — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκητος — η, ο (Μ ἀδίκητος, ον) [ἀδικῶ] αυτός που δεν τόν αδίκησαν, ο αζημίωτος, ο άβλαβος … Dictionary of Greek
αθώητος — ἀθώητος, ον (Α) αζημίωτος. Η λ. μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωάω ή θωέω (= βάζω πρόστιμο, τιμωρώ] … Dictionary of Greek
ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος … Dictionary of Greek